- σύγκοιτον
- σύγκοιτοςbedfellowmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκοιτος — ον, και ανώμαλος τ. θηλ. σύγκοιτις, ιδος, και ως ουσ. σύγκοιτος, ό, και ἡ, Α 1. αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, σύνευνος 2. (το ουδ.) σύγκοιτον αυτό που ανήκει ή αναφέρεται ή και αρμόζει στη σαρκική μίξη («σύγκοιτα δὲ φίλτρα… … Dictionary of Greek